διάτομα

διάτομα
Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή κίτρινα χρωματοφόρα) περικλείονται μέσα σε ένα διαφανές πυριτικό περίβλημα που έχει τη μορφή μικρού κουτιού με σκέπασμα και ονομάζεται θωράκιο. Η μορφή των περιβλημάτων αυτών ποικίλλει και χρησιμοποιείται ως κριτήριο για τον χωρισμό των δ. σε δύο τάξεις: τους πεννάτες και τα κεντρικά. Τα πρώτα είναι προμήκη, ωοειδή ή ορθογώνια, συχνά σχεδόν αμφίπλευρα συμμετρικά, ενώ τα δεύτερα είναι ακτινοειδώς συμμετρικά, δισκοειδή ή τριγωνικά. Πολλά είδη δ. ζουν σε αποικίες, ενώ τα μεμονωμένα άτομα ενώνονται σε γραμμικές σειρές μορφής ζιγκ-ζαγκ ή διατάσσονται σαν βεντάλια πάνω σε βλαστόμορφο μίσχο από βλεννώδη ουσία. Ένα παράδειγμα αυτού του τρόπου διάταξης δίνει η λικμοφόρα φλαμπελάτα, που ζει αποκλειστικά στα θαλάσσια νερά. Τα δ. –περίπου 6.000 είδη συνολικά– ζουν σε μεγάλο ποσοστό στη θάλασσα και συμμετέχουν στο πλαγκτόν. Πολλά είδη ζουν στα γλυκά νερά, ενώ συναντώνται ακόμα και στα αλπικά ρυάκια, ως λεπτό, ζελατινώδες, φαιόχρωμο στρώμα, πάνω στους βράχους που βρίσκονται μέσα στο νερό. Σημαντικές είναι οι αποθέσεις απολιθωμένων δ. που έχουν τη μορφή λευκού ή κιτρινωπού αλευρώδους βράχου και ονομάζονται γη διατόμωντριπολίτιδα γη. Το υλικό αυτό χρησιμοποιείται σε πολλές βιομηχανίες και ειδικά στον καθαρισμό και στο στίλβωμα των μετάλλων. Τα δ. έχουν καστανοκίτρινο χρώμα, γιατί εκτός από τη χλωροφύλλη A και C, περιέχουν B και E, φουκοξανθίνη, διατοξανθίνη και διαδινοξανθίνη. Ως αποταμιευτικές ουσίες περιέχουν λίπη, έλαια και χρυσολαμιναρίνη. Στη σύστασή τους δεν περιλαμβάνεται ποτέ το άμυλο. Πολλαπλασιάζονται αγενώς με μιτωτικές διαιρέσεις. Επειδή τα θυγατρικά κύτταρα σχηματίζουν πάντα νέα υποθήκη και χρησιμοποιούν ένα από τα δύο τμήματα της θήκης του μητρικού κυττάρου ως επιθήκη, το μέγεθός τους συνεχώς μικραίνει. Η αποκατάσταση του μεγέθους ενός πληθυσμού δ. επιτυγχάνεται με την εγγενή αναπαραγωγή που οδηγεί στον σχηματισμό του αυξοσπορίου (ζυγώτης). Τα διάτομα είναι μονοκύτταρα φύκη που ζουν μεμονωμένα ή ενωμένα σε αποικίες. Στη φωτογραφία, ένα θωράκιο πινουλαρίας σε πολύ μεγάλη μεγέθυνση. Χαρακτηριστικό των διατόμων είναι το κυτταρικό τοίχωμα (θήκη), διαφανές πυριτικό περίβλημα. Θήκες διατόμων των γλυκών νερών. Θήκες του γένους τρικεράτιο. Θήκη του γένους γαβίκουλα.
* * *
τα
άθροισμα μονοκύτταρων φυκών με πυριτικό κέλυφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάτομα — διάτομος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατομάς — διατομά̱ς , διατομή cutting through fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτό — Με τον όρο αυτό –που προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι– χαρακτηρίζεται το σύνολο των οργανισμών που ζουν στη μάζα των νερών, σε αντίθεση με το βένθος, που αποτελείται από τους οργανισμούς του βυθού. Με την ευρεία αυτή έννοια, το π. περιλαβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • ακανθόμετρα — (acanthometron). Θαλάσσια πρωτόζωα που ανήκουν στην τάξη των ακτινοπόδων και ο οργανισμός τους περιβάλλεται από μια κάψα που δεν έχει πόρους και αποτελείται από ακανθίνη. Πρωτοεμφανίστηκαν στην κάμβριο περίοδο και πιθανώς τα μεγάλα αποθέματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”